εκατόγχειρ

εκατόγχειρ
και εκατόγχειρος, ο, η (AM ἑκατόγχειρος, -ον και ἑκατόγχειρ, ο, η)
αυτός που έχει εκατό χέρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἑκατόγχειρ — ἑκατόγχειρος hundred handed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • Βιτσάρης, Ιωάννης — (Αθήνα 1843 – 1892). Γλύπτης. Όπως και πολλοί άλλοι ομότεχνοί του, πήρε τα πρώτα μαθήματα μαρμαρογλυφίας στο εργαστήριο των αδελφών Φυτάλη στην Αθήνα. Από το 1860 έως το 1864 σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών του Πολυτεχνείου με καθηγητή τον Ιωάννη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”